προκόψεις

προκόψεις
πρόκοψις
outbreak
fem nom/voc pl (attic epic)
πρόκοψις
outbreak
fem nom/acc pl (attic)
προκόπτω
cut
aor subj act 2nd sg (epic)
προκόπτω
cut
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… …   Dictionary of Greek

  • έτσι — επίρρ. τροπ. 1. κατ αυτόν τον τρόπο, μ αυτόν τον τρόπο, μ αυτούς τους όρους: Φεύγεις κάθε τόσο από τη δουλειά, έτσι δεν μπορείς να προκόψεις. 2. ως χρον. επίρρ., μόλις: Έτσι και πεις τίποτα, χάθηκες. 3. κατά τύχη: Έτσι μου ήρθε, έτσι το είπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλιατσαρία — η 1. το σύνολο παλιών πραγμάτων: Γέμισες το κατάστημα με όλη αυτή την παλιατσαρία και περιμένεις να προκόψεις. 2. παλιό αντικείμενο: Δεν ντράπηκες που φόρεσες αυτή την παλιατσαρία και παρουσιάστηκες στους ανθρώπους; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”